- πολυαύλαξ
- ὁ, ἡ, Α1. αυτός που έχει πολλά αυλάκια2. συνεκδ. αυτός που ποτίζεται με πολλά αυλάκια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + αὖλαξ, -ακος (πρβλ. ολιγ-αύλαξ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αύλακα — η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας) αυλάκι κήπου ή αγρού νεοελλ. 1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο 2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων αρχ. 1. γλυφή 2.… … Dictionary of Greek
πολυαύλακα — πολυαύ̱λακα , πολυαῦλαξ with many furrows masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαύλακος — πολυαύ̱λακος , πολυαῦλαξ with many furrows masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)